- τοπικισμό
- bölgecilik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τοπικιστής — ο, θηλ. τοπικίστριο, Ν ο διαπνεόμενος από τοπικισμό, ο προσηλωμένος υπερβολικά και αποκλειστικά στα συμφέροντα τής ιδιαίτερης πατρίδας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπικός + κατάλ. ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τοπικιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοπικισμό ή στον τοπικιστή («τοπικιστική αντίληψη). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπικιστής. Η λ., στον λόγιο τ. του ουδ. τοπικιστικόν, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
Εφταλιώτης, Αργύρης — (Μόλυβος, Λέσβος 1849 – Αντίμπ, Γαλλία 1923).Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και συγγραφέα Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Σε ηλικία 17 ετών διαδέχτηκε τον πατέρα του στη διεύθυνση του λυκείου στη γενέτειρά του. Σύντομα όμως ξενιτεύτηκε για να ασχοληθεί με το … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Πέρεθ Γκαλντός, Μπενίτο — (Pιrez Galdos, Λας Πάλμας, Κανάρια 1843 – Μαδρίτη 1920). Ισπανός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος της Ισπανίας του 19ου αι. Πήρε πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, πόλη όπου έζησε σχεδόν χωρίς… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
τοπικισμός — ο φανατική προσήλωση στα συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρίδας: Αυτός ο βουλευτής είναι γνωστός για τον τοπικισμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοπικιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που διακρίνεται για τον τοπικισμό του (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)